Τικ τακ, περνούσαν τα λεπτά

Τικ τακ, αφουγκράστηκα τον ήχο του, καθώς έδινε ρυθμό στην καρδιά μου, που είχε αναπάντεχα σταματήσει και γλύτωσα στο τσακ.

Τικ τακ, περνούσαν τα λεπτά και κάθε λεπτό η δομή της ζωής μου- όπως την ήξερα μέχρι τότε- μεταβαλλόταν, και αυτή η μεταβολή εκφραζόταν ανάλογα, είτε ως θυμός, είτε ως αυτολύπηση. Προκειμένου να αποκοπώ από την κυριαρχία και των δύο εκφράσεών της, ύψωσα λευκή σημαία στα πεδία των μαχών μου, όλων των μαχών: οικογενειακών, εργασιακών, ερωτικών και οπισθοχώρησα φοβισμένη στο μέρος που ήταν φυλαγμένα τα ξέγνοιαστα παιδικά καλοκαίρια μου, στο χωριό των παππούδων μου.

Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν έφτασα στο λιθόκτιστο πατρικό σπίτι, που για έναν σχεδόν αιώνα στεκόταν αγέρωχο να ατενίζει τη θάλασσα, ήταν να καθαρίσω τη σκουριά από ένα παλιό μεταλλικό ρολόι που βρήκα μπαταρισμένο σε ένα ράφι και να το κουρδίσω, ώστε να λειτουργήσει ξανά.

Τικ τακ, ηχούσε το ρολόι προσπαθώντας να συγχρονιστεί με το βηματοδότη της καρδιάς μου. Τικ τακ, χτυπούσε ο βηματοδότης δίνοντας σκοπό ύπαρξης στον ήχο του ρολογιού.

Καθόλη τη διάρκεια της διαμονής μου στο πάτριο έδαφος, με έψαχνα στα καταπράσινα μονοπάτια, στα κύματα που έγλειφαν την ακρογιαλιά και στις αραχνοΰφαντες φιγούρες που σχημάτιζαν τα σύννεφα στον ουρανό και ήταν αρκετές οι φορές που με συναντούσα ως αερικό και χαιρόμουν. Όταν, όμως, δεν κατάφερνα να με βρω, κατέφευγα για ώρες ολόκληρες στο σιδερένιο κρεββάτι της γιαγιάς, που ήταν διακοσμημένο με δαντέλες και φυλαχτά για το κακό το μάτι και έκλαιγα με αναφιλητά.

Θυμάμαι έντονα ότι τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, απολάμβανα να κάθομαι κάτω από μια σκιερή ελιά, που είχε καλύψει με την πλούσια κόμη της τις πεζούλες δίπλα στο σπίτι. Το σημείο ήταν ιδανικό, γιατί μου επέτρεπε να παρατηρώ ένα μικρό μπουμπούκι μιας αναρριχώμενης άγριας τριανταφυλλιάς, όπως τρεμόπαιζε φασκιωμένο μέσα σε έναν πράσινο σάκο στην μύτη του βλαστού.

Τικ τακ, περνούσαν τα λεπτά και το μπουμπούκι άρχισε να φουσκώνει. Ο σάκος σχίστηκε και ένα-ένα τα κόκκινα πέταλα άρχισαν να ξεδιπλώνονται, ώσπου απλώθηκαν όλα μαζί για να σχηματίσουν το ωραιότερο τριαντάφυλλο που είχα δει.

Τικ τακ, περνούσαν τα λεπτά και λίγες μέρες μετά, οι άκρες των πετάλων άρχισαν να ζαρώνουν. Σταδιακά το χρώμα τους ξεθώριασε. Αδύναμα να κρατηθούν όλα μαζί, έπεφταν στο χώμα, σε κείνο ακριβώς το σημείο από όπου ρουφούσε χυμούς η αλλοτινή ομορφιά τους. Τα κόκκινα πέταλα δεν ήταν πλέον παρά μια ξηρή άμορφη μάζα, πάνω στην οποία συστρέφονταν γλοιώδη σκουλήκια που μασουλούσαν αδιάφορα τη χαμένη λάμψη της.

«Χαζομάρες» ακούστηκε μια απόκοσμη φωνή.

Αυθόρμητα, έστρεψα το κεφάλι προς τα πάνω κοιτώντας τα κλαδιά. Υπέθεσα ότι ήταν η ελιά που μίλησε, γιατί είχα διαβάσει ότι τα δέντρα που μεγαλώνουν σε έναν τόπο, αναπτύσσουν μια μορφή πνευματικής επικοινωνίας με τους ανθρώπους που ζουν σε αυτόν. Μπορεί βέβαια να έκανα λάθος και να ήταν μια ψευδαίσθηση και πιθανό σημάδι ότι είχε αρχίσει να μου στρίβει. Σε κάθε περίπτωση, αδιαφορώντας για την προέλευσή της, ανταποκρίθηκα: «Γιατί χαζομάρες;»

«Γιατί τα σκουλήκια δε γνωρίζουν για ποιο πράγμα μιλάς. Το μόνο που κάνουν είναι να τρώνε οργανική ύλη που αποσυντίθεται».

«Δημιουργείται τόση ομορφιά για να καταστραφεί…» μουρμούρισα κουνώντας το κεφάλι.

Ξαφνικά, φύσηξε ένα δροσερό αεράκι που διαπέρασε κάθε κύτταρο του κορμιού μου, όταν η φωνή ακούστηκε πάλι: «Η ομορφιά δεν καταστρέφεται. Αναγεννάται. Κοίταξε την τριανταφυλλιά απέναντί σου. Βλέπεις πόσα μπουμπούκια ετοιμάζονται να ανθίσουν; Κοίταξε γύρω σου, τα φυτά, τα σκουλήκια, τα πουλιά. Όλα τα πλάσματα της φύσης ζουν στον πολύ συγκεκριμένο χρόνο που συμβαίνει η ζωή. Διαφορετικά, δε θα είχε νόημα. Μόνο ο άνθρωπος δυσκολεύεται να αποδεχτεί αυτό που είναι».

«Και, τι είναι ο άνθρωπος;» ρώτησα.

«Αβάσταχτα- για τον ίδιο- προσωρινός» απάντησε και ύστερα από μια ανατριχιαστική παύση, πρόσθεσε με έμφαση: «Memento mori».

«Α, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά» αναστέναξα και ακούμπησα τις παλάμες μου στο στήθος πάνω από την καρδιά.

«Ταυτόχρονα όμως, να έχεις στο νου σου ότι τώρα ζεις!» φώναξε δυνατά και αισθάνθηκα λες και κάποιο αόρατο χέρι με έσπρωξε άτσαλα στη σκοτεινή και βραχώδη χαράδρα της γήινης συνειδητότητας, όπου με περίμεναν ως αρπακτικά θηρία - έτοιμα να με καταπιούν -τα σχέδια που δεν υλοποίησα, τα ταξίδια που δεν έκανα, τα όνειρα που δεν ακολούθησα, τα λόγια που δεν είπα, αλλά και εκείνα που δεν άκουσα.

Τικ τακ, περνούσαν τα λεπτά, και όταν όλα τα «δεν» είχαν ηρεμήσει και κάθονταν αναπαυτικά γύρω μου, ο ουρανός πήρε τα πινέλα του και χρωμάτιζε με αποχρώσεις του κόκκινου, του ροζ και του πορτοκαλί ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα που μου ψιθύριζε γλυκά: «Τώρα ζεις». Κοιτούσα τη δύση του ήλιου, εντυπωσιασμένη και ένιωθα την ψυχή μου να φουσκώνει. Ένα-ένα τα πέταλά της ξεδιπλωνόταν, μέχρι που όλα μαζί με τύλιξαν και κούρνιασα ανακουφισμένη στην πιο γαλήνια αγκαλιά που είχα ποτέ βρεθεί, βαθιά μέσα στο φθαρτό μου «είμαι».

Αυτό ήταν. Από κει και ύστερα, τίμησα την παράταση ζωής που μου είχε δοθεί, ζώντας. Προσπέρασα τα λεπτά του παρελθόντος που είχαν φύγει από κοντά μου, αδιαφόρησα για τα λεπτά του μέλλοντος που δεν ήξερα αν ποτέ θα έρθουν να με βρουν και επικεντρώθηκα στο λεπτό που βρισκόταν ήδη μαζί μου, στο παρόν και ζωντάνευε κάθε λόγο, κάθε πράξη, κάθε επαφή, κάθε συναίσθημα.

Τικ τακ, περνούσαν τα λεπτά και όταν χρόνια αργότερα πέθανα, όλα εκείνα τα λεπτά που κατάφερα να μετρήσω για ζωή, έσκασαν με κρότο απελευθερώνοντας τεράστιες ποσότητες δυναμικής ενέργειας. Αυτή η ενέργεια αποτέλεσε τη δική μου συνεισφορά στη δημιουργία του επόμενου βιολογικού κύκλου και υπήρξε το μοναδικό ίχνος που άφησα πίσω μου.

MONO NEA

Επικοινωνήστε μαζί μας για οποιαδήποτε πληροφορία

info@mononea.gr

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Και μάθετε πρώτοι τα νέα μας

Login