
EL_ΟΠΕΚΕΠΕ.exe
17 Σεπτεμβρίου 2025

Μικρόβια στο δέρμα μας: Εχθροί ή σύμμαχοι;
24 Ιουνίου 2025

Γυναικοκτονία: Tίποτα δεν θα Aλλάξει, αν δεν Aλλάξει Tίποτα
14 Νοεμβρίου 2024

Ανισότητες στην Ελλάδα
07 Νοεμβρίου 2024
Ένα δάπεδο που ακόμα δεν επιδιορθώθηκε
Poppy Angeli
♥The English version of the story follows
Φεύγοντας από την Ελλάδα, ύστερα από μια πρόταση για δουλειά στη Γαλλία, δεν φαντάστηκα πόσο δύσκολο θα ήταν να νοικιάσω ένα σπίτι εκεί. Ήμουν ήδη ένα μήνα στο Παρίσι, όταν επιτέλους η αναζήτηση έλαβε τέλος, καθώς βρήκα ένα μικρό διαμέρισμα που ικανοποιούσε τις ανάγκες μου και ήταν εντός των οικονομικών μου δυνατοτήτων. Η σπιτονοικοκυρά, μια ευγενική και πρόσχαρη γυναίκα, όταν μου έδωσε τα κλειδιά του διαμερίσματος με παρακάλεσε μόνο να προσέχω το πανάκριβο ξύλινο πάτωμα.
Αλλά, είναι άγραφος νόμος, όσο περισσότερο προσέχεις ένα πράγμα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες αυτό να στραβώσει.
Η «στραβή» ήρθε την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν άνοιξα την πόρτα για να βγω έξω. Με το που τράβηξα το πόμολο προς τα μέσα, η πόρτα σύρθηκε πάνω στο πάτωμα και το έγδαρε. Κοίταξα τη βαθιά σχισμή και ένιωσα το αυστηρό βλέμμα της σπιτονοικοκυράς μου να με καρφώνει σαν κοφτερό μαχαίρι στην καρδιά.
Αμέσως, έπεσα μπρούμυτα με το κεφάλι γυρισμένο προς το κάτω μέρος της πόρτας για να δω τι έχει συμβεί. Παρατήρησα τότε, ότι ακριβώς στο κατώφλι ήταν προσαρμοσμένη μια αυτοκόλλητη βέργα με βούρτσα, που με εμπόδιζε να δω οτιδήποτε.
«Το καλό το παλικάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι» μονολόγησα και έφερα από την κουζίνα μια σπάτουλα, την οποία άρχισα να σέρνω σιγά σιγά κατά μήκος της βέργας, μέχρι που «βρήκε» σε ένα απροσδιόριστο εμπόδιο. Χρησιμοποιώντας το φακό του κινητού και παραμερίζοντας με τη βοήθεια της σπάτουλας τις τρίχες από τη βούρτσα, εντόπισα μια μικρή πέτρα που είχε σφηνωθεί στο ξύλο της πόρτας. Την πίεζα με δύναμη για να την ξεκολλήσω, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να τη στριμώξω περισσότερο.
Αδύναμη να επιλύσω το πρόβλημα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αποφάσισα να προσέχω πάρα πολύ για να μην επιδεινώσω την κατάσταση, μεταθέτοντας την επιδιόρθωση της ζημιάς για μετά τις γιορτές και κατευθύνθηκα προς τη Χριστουγεννιάτικη αγορά.
Έπεφτε χιονόνερο και περιπλανιόμουν μόνη στους δρόμους χαζεύοντας τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, που αναβόσβηναν φορτωμένα με πολύχρωμα στολίδια και τις βιτρίνες των μαγαζιών, που φεγγοβολούσαν τα αμπαλαρισμένα με πελώριους φιόγκους πακέτα δώρων, προκαλώντας την καταναλωτική μου όρεξη που είχε χτυπήσει κόκκινο. Όμως, επιδεικνύοντας εξαιρετική αυτοσυγκράτηση δεν προχώρησα σε καμία αγοραστική κίνηση, αφού στο μυαλό μου στριφογύριζε διαρκώς το κόστος διόρθωσης του πατώματος και πως θα τα έβγαζα πέρα και με αυτό το έξοδο.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και συνέχιζα να περπατάω εισπνέοντας το εορταστικό πνεύμα της πόλης, μέχρι που το κρύο έγινε ανυπόφορο και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Θυμήθηκα τότε, ότι δεν είχα τίποτα για φαγητό και έτρεξα στο σούπερ μάρκετ για να βάλω στο καλάθι μου ότι είχε απομείνει στα βομβαρδισμένα ράφια: μισό ψητό κοτόπουλο, αχνιστές πατάτες, που δε φαίνονταν και πολύ σόι, μπανάνες, σοκολάτες και μπύρες.
Φτάνοντας σπίτι, με το που γύρισα το κλειδί, η πόρτα δεν άνοιξε. Όσο και αν την πίεζα με δύναμη προς τα μέσα, είχε ακινητοποιηθεί. Δεν ήξερα τι να κάνω, σε ποιόν να απευθυνθώ για βοήθεια, ώσπου μέσα στην απελπισία μου σκέφτηκα το Buildo, ένα κατάστημα που πουλούσε εργαλεία και βρισκόταν πολύ κοντά στο σπίτι μου.
Πανικόβλητη έτρεξα στο μαγαζί και απευθύνθηκα στον πρώτο υπάλληλο που βρήκα μπροστά μου εξηγώντας τι είχε συμβεί. Με άκουγε ατάραχος με το σκούφο του Άι Βασίλη να αναβοσβήνει στο κεφάλι του, μέχρι που ανασήκωσε τους ώμους και με οδήγησε στο μάνατζερ. Ο μάνατζερ, που είχε καρφιτσωμένη πάνω στην μπλούζα του μια ετικέτα με το όνομα Λισιέν, κοίταξε την ώρα και αποκρίθηκε: «C'est difficile, σε μια ώρα κλείνουμε».
«Τι κλείνετε; Πως κλείνετε; Και τι θα κάνω;» επέμενα τρελαμένη, ώσπου στο τέλος, λες και τον ήξερα χρόνια, φώναξα: «Λισιέν, είναι παραμονή Χριστουγέννων και δεν μπορώ να μπω σπίτι μου. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με!»
Βλέποντας την απόγνωση που είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό μου, φώναξε έναν υπάλληλο που έτυχε εκείνη ακριβώς τη στιγμή να κατευθύνεται προς την έξοδο. Όταν εκείνος πλησίασε προς το μέρος μας, διαπίστωσα έκπληκτη ότι ήταν ο ίδιος άνδρας που συναντούσα συχνά στο καφέ, όταν έπινα τον πρωινό μου εσπρέσο. Τον είχα προσέξει γιατί μου είχε κάνει εντύπωση το χρώμα των ματιών του, ένα φωτεινό πράσινο-γκρι. Για να είμαι ειλικρινής, μου είχε κάνει εντύπωση ολόκληρος. Ψηλός, μελαχρινός, με ωραίο σώμα- με λίγα λόγια- ο τύπος μου.
Ο Λισιέν με άνετο και αδιάφορο ύφος περιέγραψε το πρόβλημα και τον ρώτησε αν μπορούσε να με βοηθήσει. Του απάντησε ότι είχε σχολάσει, μα ο καλός Λισιέν του είπε: «C'est pas difficile» και στράφηκε σε μένα, κλείνοντάς μου το μάτι.
Λαμβάνοντας το μήνυμα στάθηκα ακριβώς απέναντί του και το βλέμμα μου έπεσε στην καρφιτσωμένη ετικέτα στο γιλέκο του, που έγραφε το όνομα Άντι.
Κοιτάζοντάς τον στα μάτια αγχώθηκα και σαν να άδειασα ξαφνικά από λόγια, επανέλαβα τρέμοντας την τελευταία φράση του Λισιέν: «C'est pas difficile», συμπληρώνοντας αμήχανα: «S'il vous plaît».
Ο Άντι, με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά και ρώτησε αν μένω μακριά.
«Στο διπλανό δρόμο» είπα με ένταση.
«Ε, άντε πάμε» προθυμοποιήθηκε.
Λίγα λεπτά αργότερα, φτάσαμε μπροστά στην πόρτα μου. Ο Άντι την ανασήκωσε με τα χέρια δημιουργώντας ένα οριακό άνοιγμα, ίσα να περάσω μέσα και μου ζήτησε να του φέρω ένα μυτερό μαχαίρι. Τοποθέτησε το μαχαίρι υπό γωνία πιέζοντας τη σφηνωμένη πέτρα, εξηγώντας μου ταυτόχρονα ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος, ενώ εγώ από την εσωτερική πλευρά τραβούσα από το χερούλι την πόρτα προς τα πάνω, ώσπου voilà, η πέτρα πετάχτηκε με δύναμη στον απέναντι τοίχο και η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
Παρά την ανακούφιση που ένιωσα βλέποντάς την να ανοιγοκλείνει χωρίς δυσκολία, κόντεψα να βάλω τα κλάματα όταν συνειδητοποίησα την έκταση της ζημιάς στο δάπεδο.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Άντι με απορία και όταν έδειξα με το δάχτυλο το λόγο της στεναχώριας μου, με καθησύχασε: «C'est pas problème. Αν θες, θα στο φτιάξω σαν καινούριο» και ακουμπώντας το χέρι του διστακτικά στον ώμο μου, είπε: «Μην αγχώνεσαι. Όλα γίνονται. L'important est l’ homme».
Παίρνοντας θάρρος από τα λόγια του, τον ρώτησα: «Από που είσαι;».
«Φαλαστίν».
Το μυαλό μου γύρισε σε δευτερόλεπτα όλη την υδρόγειο σφαίρα για να εντοπίσω ποια χώρα ήταν αυτή η Φαλάστι -όπως ηχητικά την είχα ακούσει- και σαν να μου ήρθε θεία φώτιση, αναφώνησα «Παλαιστίνη;»
«Ναι, Παλαιστίνη. Εσύ; »
«Ελλάδα».
«Α, και εγώ Ελλάδα» είπε γελώντας.
Τον κοίταζα απορημένη και αυτός έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του και έβγαλε το διαβατήριο. Άνοιξε τη σελίδα με τη φωτογραφία του, πάνω από την οποία διάβασα: «Hellas-Ελληνική Δημοκρατία».
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, μια να κοιτάω το ελληνικό διαβατήριο και την άλλη τον Άντι που είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μου εξήγησε ότι είχε φύγει από την Παλαιστίνη και μέσω Τουρκίας έφτασε Ελλάδα, αρχικά στη Μυτιλήνη και μετά στη Θεσσαλονίκη, ώσπου εκδόθηκε το διαβατήριο του και ήρθε για δουλειά στη Γαλλία. Τον ρώτησα αν είχε συγγενείς και είπε ότι είχε μόνο έναν αδερφό που είχε κολλήσει ανεξήγητα πολύ στη Θεσσαλονίκη, περιμένοντας να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για να έρθει και αυτός εδώ.
Το μάτι μου έπεσε στη σακούλα του σούπερ μάρκετ που είχα ξεχάσει στο διάδρομο και τον ρώτησα ποια ήταν τα σχέδια του για το βράδυ. Όταν μου απάντησε γελώντας ότι είχε σπουδαία σχέδια να αράξει στην «τρύπα» του βλέποντας τηλεόραση, τον τράβηξα και -σχεδόν με το ζόρι- τον έβαλα να καθίσει στο τραπέζι.
«Άντι, σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων και οι Έλληνες τρώνε μαζί».
Μάζεψα τη σακούλα από το διάδρομο, έκλεισα την πόρτα και άρχισα να αραδιάζω στο τραπέζι τα καλούδια του σούπερ μάρκετ: το κοτόπουλο, τις - ο Θεός να τις κάνει- πατάτες, τις μπανάνες, τις σοκολάτες και τις μπύρες.
Γύριζα στο δωμάτιο ψάχνοντας να βρω κάτι χριστουγεννιάτικο για να διακοσμήσω το τραπέζι, αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Λες και κατάλαβε τις σκέψεις μου, ο Άντι άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε μια γυάλινη χιονόμπαλα με ένα έλατο στο εσωτερικό της που γύρω του στροβιλίζονταν νιφάδες χιονιού.
Τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη και χαρούμενη τοποθέτησα την μπάλα στο κέντρο του τραπεζιού, λέγοντας: «Δεν ξέρω αν γιορτάζετε τα Χριστούγεννα στην Παλαιστίνη...»
«Παλιά τα γιορτάζαμε. Στολίζαμε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Πλατεία της Φάτνης στη Βηθλεέμ, όπου μαζευόμασταν όλοι να το θαυμάσουμε. Ήταν πολύ όμορφα. Αλλά, τώρα, δεν ξέρω αν συνεχίζουν. Άλλωστε, δεν έχει απομείνει κάτι για να γιορταστεί εκεί». Σταμάτησε απότομα να μιλάει και αφαιρέθηκε κοιτώντας τη γυάλινη χριστουγεννιάτικη μπάλα, για να επανέλθει λίγο μετά λέγοντας: «Ξέρεις, η τελευταία φορά που μου έκαναν το δείπνο την παραμονή των Χριστουγέννων ήταν στο κέντρο μεταναστών, στη Θεσσαλονίκη».
Με μουσική υπόκρουση τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια του Παβαρότι, τσιμπολογούσαμε συζητώντας γενικά-για τον πόλεμο, τον κόσμο, τις πολιτικές εξελίξεις και καθώς περνούσε η ώρα μπήκαμε και στα ειδικά, τα δικά μας. Αναφερθήκαμε στις τυχαίες συναντήσεις μας στο καφέ, όπου κρυφοκοιτούσαμε ο ένας τον άλλον με ενδιαφέρον, ακόμα και στην πιθανότητα ένα σκανδαλιάρικο ξωτικό να έβαλε επίτηδες την πέτρα στην πόρτα για να μας φέρει -επιτέλους-σε επαφή.
Κυριαρχούσε μια ζεστή, πρωτόγνωρη οικειότητα ανάμεσά μας, σαν να ήμασταν δυο φίλοι που βρέθηκαν μετά από καιρό και μοιράζονταν αστεία ανακατεμένα με όνειρα, προσδοκίες και σχέδια για τη ζωή.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα και εμείς δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε, ώσπου κάποια στιγμή ο Άντι σηκώθηκε απότομα και είπε σκυθρωπός ότι ήταν ώρα να φύγει. Κάνοντας μια γκριμάτσα απογοήτευσης, τον πήρα αγκαζέ συνοδεύοντάς τον προς την πόρτα, όταν το βλέμμα μου έπεσε στο χαραγμένο πάτωμα.
«Κανονικά δεν πρέπει να σε αφήσω να φύγεις μέχρι να το φτιάξεις, αλλά....» και αυθόρμητα, τον αγκάλιασα σφικτά.
Αυτός χαμογέλασε και ψιθύρισε: «Αν είναι έτσι, δε θα το φτιάξω για να μη με αφήσεις να φύγω ποτέ».
Από εκεί και μετά, δεν κατάλαβα πως έγινε και τα χείλη μας ενώθηκαν, ενώνοντας μαζί και τις καρδιές μας, πάντως εκείνα τα Χριστούγεννα, ο Άντι δεν έφυγε. Δεν έφυγε ούτε τα Χριστούγεννα που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα- παρά την γκρίνια μου- το δάπεδο παραμένει άφτιαχτο.
🎄🎄🎄🎄🎄
A Floor Yet to Be Repaired
By Poppy Angeli
Leaving Greece after receiving a job offer in France, I couldn’t imagine how difficult it would be to rent a house there. I had already been in Paris for a month when, at last, my search came to an end as I found a small apartment that met my needs and was within my budget. The landlady, a kind and cheerful woman, handed me the keys and only asked to take care of the expensive wooden floor.
But as the saying goes, the more you try to protect a thing, the more likely it is that something will go wrong.
And so it did, on Christmas Eve, when I opened the door to leave the apartment. As soon as I pulled the handle inward, the door scraped across the floor, leaving a gash. I stared at the deep scratch and could almost feel the stern gaze of my landlady piercing my heart like a sharp knife.
I immediately lay flat on my stomach, with my head turned toward the bottom of the door, to see what had happened. There, I noticed a strip with a brush attached at the threshold, preventing me from seeing much.
Determined to solve the issue, I brought a spatula from the kitchen and carefully ran it along the strip, slowly and steadily, until it hit an unknown obstacle. Using my phone’s flashlight and parting the brush bristles with the spatula, I discovered a small pebble wedged into the wood of the door. I pressed hard to dislodge it, but all I succeeded in doing was forcing it in deeper.
Unable to resolve the problem at that moment, I decided to tread carefully so as not to worsen the situation, postponing the repair until after the holidays. Then, I headed to the Christmas market.
A mix of sleet and rain fell as I wandered alone through the streets, marveling at the Christmas trees adorned with colorful ornaments and the shop windows aglow with gift boxes wrapped in enormous bows. My consumer instincts were in overdrive, but showing remarkable self-restraint, I avoided making any purchases. The thought of the floor repair costs and how I would manage that expense kept spinning in my mind.
Night began to fall as I continued to walk, soaking in the festive spirit of the city. Eventually, when the cold became unbearable, I turned back toward home. It was then that I remembered I had no food, so I rushed to the supermarket and grabbed whatever was left on the ravaged shelves: half a roast chicken, some steamed potatoes that didn’t look very promising, bananas, chocolates, and beers.
When I arrived home and turned the key, the door wouldn’t open. No matter how much force I applied, it was stuck. I didn’t know what to do or who to call for help until, in my despair, I thought of Buildo, a nearby hardware store.
Panicking, I ran to the store and explained my situation to the first employee I saw. He listened stoically with his Santa hat blinking atop his head, then shrugged and led me to the manager. The manager, whose shirt bore a name tag that read “Lucien,” glanced at the time and said: “C’est difficile. We’re closing in an hour.”
“What do you mean you’re closing? How can you close? What am I supposed to do?” I insisted, almost frantic. In the end, as though we’d known each other for years, I blurted out: “Lucien, it’s Christmas Eve, and I can’t get into my house. Please, help me!”
Seeing the desperation on my face, Lucien called over an employee who happened to be heading toward the exit. When he approached, I was surprised to realize he was the same man I often noticed at the café where I had my morning espresso. I had paid attention to him because of the striking color of his eyes—a luminous green-gray. To be honest, his entire presence had made an impression on me: tall, dark-haired, with a great build—in short, my type.
Lucien, in a casual and indifferent tone, described my problem and asked if he could help. The man replied that his shift was over, but nice Lucien said: “C’est pas difficile.” Then he turned to me and winked.
Taking the hint, I stood directly across from him and noticed the name tag on his vest that read “Andy.”
Looking into his eyes, I suddenly felt nervous, and as if my words had evaporated, I stammered back the last thing Lucien had said: “C’est pas difficile,” awkwardly adding: “S’il vous plaît.”
Andy looked at me with a mischievous smile and asked if I lived far.
“Just down the street,” I said emphatically.
“Alright then, let’s go,” he offered willingly.
A few minutes later, we arrived at my door. Andy lifted it with his hands, creating a small gap just wide enough for me to squeeze through, and asked me to bring him a sharp knife. He positioned the knife at an angle and pressed against the pebble that was stuck, explaining to me at the same time that this was the proper technique. Meanwhile, from the inside, I pulled the door upward by its handle. At last, voilà, the pebble shot out with force, hitting the opposite wall, and the door swung wide open.
Despite the relief I felt seeing it open and close without difficulty, I nearly cried when I realized the extent of the damage to the floor.
“What happened?” Andy asked curiously. When I pointed out the source of my distress, he reassured me: “C’est pas problème. If you want, I can fix it and make it good as new.” Then, hesitantly placing a hand on my shoulder, he added: “Don’t worry. Everything can be fixed. L’important est l’homme.”
Encouraged by his words, I asked: “Where are you from?”
“Falastin.”
In an instant, my mind scoured the globe to locate this “Falasti”-as I had sonically heard it- and as though I had a flash of divine insight, I exclaimed: “Palestine?”
“Yes, Palestine. And you?”
“Greece.”
“Ah, me too—Greece,” he said, laughing.
I looked at him puzzled, and he reached into the inner pocket of his jacket, pulling out a passport. He opened it to the page with his photo, where above it I read: “Hellas—Hellenic Republic.”
My mouth dropped open as I alternated between staring at the Greek passport and at Andy, who was now laughing uncontrollably. He explained that he had fled Palestine, arriving in Greece via Turkey—first in Mytilene, then Thessaloniki—until his passport was issued and he moved to France for work. I asked if he had any family, and he mentioned only a brother who was still inexplicably stuck in Thessaloniki, waiting for his papers to be finalized so he could join him.
My eyes fell on the supermarket bag I had forgotten in the hallway, and I asked him about his plans for the evening. When he laughingly replied that his big plans involved lounging in his “hole” of an apartment watching TV, I grabbed him and—almost forcefully—sat him at the table.
“Andy, tonight is Christmas Eve, and Greeks eat together.”
I gathered the bag from the hallway, closed the door, and began laying out the supermarket “delicacies” on the table: the chicken, the sad excuse for potatoes, the bananas, chocolates, and beers.
Searching for something festive to decorate the table, I came up empty. But Andy, as if reading my thoughts, pulled a glass snow globe from his bag. Inside, a tiny Christmas tree was surrounded by swirling snowflakes.
I looked at him gratefully and joyfully placed the globe at the center of the table, saying: “I don’t know if you celebrate Christmas in Palestine…"
“We used to. In Bethlehem’s Manger Square, we’d gather around a massive Christmas tree and admired it. It was beautiful. But now,I don’t know if they still do. Not much left to celebrate there.”
He abruptly stopped speaking and gazed at the glass snow globe, lost in thought. A moment later, as if shaking himself, he added, “You know, the last time someone made me Christmas dinner was at the refugee center in Thessaloniki.”
With Pavarotti’s Christmas songs playing in the background, we nibbled on food and chatted about everything—the war, the state of the world, politics. As the conversation deepened, we eventually turned to more personal matters. We spoke about our chance encounters at the café, where we had secretly observed each other with interest, and even joked that perhaps a mischievous elf had deliberately placed the stone in the door to finally bring us together.
There was a familiar warmth and ease between us, like two old friends reconnecting after years apart, sharing jokes mixed up with dreams, hopes and plans for the future.
By dawn, it was Christmas Day, but neither of us wanted the night to end. Suddenly, Andy stood up, with a somber look on his face, and said it was time to leave. Disappointed, I walked him to the door, where my eyes fell on the scratched floor.
“Technically, I shouldn’t let you leave until you fix it,” I joked, before impulsively hugging him tightly.
Smiling, he whispered, “In that case, I won’t fix it so you’ll never let me go.”
And somehow, in that moment, our lips met, and so did our hearts. That Christmas, Andy didn’t leave. He didn’t leave the next Christmas, either. And even though I still complain, to this day, the floor remains unfixed.