
EL_ΟΠΕΚΕΠΕ.exe
17 Σεπτεμβρίου 2025

Μικρόβια στο δέρμα μας: Εχθροί ή σύμμαχοι;
24 Ιουνίου 2025

Γυναικοκτονία: Tίποτα δεν θα Aλλάξει, αν δεν Aλλάξει Tίποτα
14 Νοεμβρίου 2024

Ανισότητες στην Ελλάδα
07 Νοεμβρίου 2024
Εκείνο το μεσημέρι, οι Νύμφες είχαν μαζευτεί στη μεγάλη σπηλιά των αρχέγονων πηγών και συζητούσαν για την πρώτη σταγόνα νερού που έπεσε από τα σύννεφα για να πλάσει τον κόσμο.
Η αρχαιότερη απ’ όλες, η Ποταμόη, είπε:
«Το νερό θυμάται τα μονοπάτια που ακολούθησε. Κι όταν σε αγγίζει, δεν το καταλαβαίνεις· μα σου χαρίζει ένα κομμάτι από τη μνήμη του.
Λένε ότι τις εποχές που οι θεοί άκουγαν ακόμα τα καλέσματα των νυμφών, ο Ποσειδώνας ανέβηκε στο άσπρο του άλογο και κάλπασε προς τη λίμνη Τριχωνίδα. Η Ναϊάδα προστάτιδα της λίμνης, Τρίηδα, είχε θυσιάσει ένα ελάφι, παρακαλώντας τον να την προστρέξει.
Μόλις έφτασε στα παραλίμνια πεδία, η Τρίηδα γονάτισε μπροστά του -ικέτιδα -ζητώντας έλεος για την κόρη της, Ακάλια. Του εξήγησε ότι το νερό της πηγής στη σκοτεινή σπηλιά του βουνού λιγόστευε και, μέρα με τη μέρα, η Ακάλια, που ήταν η προστάτιδα Νύμφη της πηγής, εξασθενούσε. Ήταν παλιά πεποίθηση στον βαθύσκιωτο κόσμο των πνευμάτων, ότι όταν το σώμα του νερού που προστατεύει μια Ναϊάδα στερέψει, τότε πεθαίνει και η ίδια.
Αφού την άκουσε με προσοχή, ο Ποσειδώνας κατευθύνθηκε στη σκοτεινή σπηλιά και εκεί, βρήκε την εξουθενωμένη Ακάλια. Η πανέμορφη, μα συνάμα εύθραυστη ημίθεη φύση της τον ξετρέλανε τόσο, που την πήρε στην αγκαλιά του και — ξαναμμένος από πόθο — την έκανε δική του.
Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ένα κορίτσι, η Ποσειδάλια, που είχε την ανθρωπόμορφη θωριά πηγαίας Νύμφης, μα στις φλέβες της κυλούσε αλμυρό θαλασσινό νερό και γι’ αυτό την αποκάλεσαν «θαύμα ιδέσθαι».
Όταν, λίγο καιρό αργότερα, η πηγή της σπηλιάς στέρεψε και η Ακάλια χάθηκε στον υποχθόνιο κόσμο, την ανατροφή της κόρης ανέλαβε η Τρίηδα, που δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό της, όχι μόνο γιατί είχε καλέσει τον Ποσειδώνα στα μέρη των Νυμφών, αλλά κυρίως γιατί δεν εμπόδισε τους δόλιους τρόπους του.
Για χρόνια ολόκληρα η Τρίηδα μοιρολογούσε και εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια τα θλιβερά γεγονότα στη μικρή Ποσειδάλια, που μεγάλωνε νιώθοντας θλίψη για τον χαμό της μητέρας της και απέραντο θυμό για τον πατέρα της. Θυμό που μετατράπηκε σε καθαρό μίσος, όταν, κρυφακούγοντας τις Ναϊάδες, έμαθε ότι ο Ποσειδώνας δεν έσωσε την άτυχη Ακάλια γιατί φοβήθηκε την Αμφιτρίτη, που, έχοντας πληροφορηθεί την απιστία, του απαγόρευσε να αναμιχθεί.
Μια μέρα που η Ποσειδάλια ακολουθούσε τους ψιθύρους των δέντρων στη δυτική πλευρά του βουνού, είδε ένα ποτάμι που έμοιαζε με λίμνη.
-Ποιος είσαι; ρώτησε.
- Ο Αγαλληνός.
- Αγαλληνός;
- Ο πατέρας μου, ο Αχελώος, με ονόμασε έτσι, γιατί κυλάω αργά.
- Η μητέρα σου;
- Δεν έχω. Ο Αχελώος έσκασε με δύναμη πάνω σε μια πελώρια πέτρα που έσπασε, και από μέσα της ανάβλυσα εγώ.
-Χμ, δεν ήξερα ότι μπορεί κάποιος να γεννηθεί χωρίς μητέρα.
Από κείνη τη στιγμή, η Ποσειδάλια και ο Αγαλληνός έγιναν αχώριστοι. Ο ποταμός της μιλούσε για την αέναη κίνηση του νερού στη φύση και την εξαγνιστική του δύναμη, και εκείνη τον άκουγε μαγεμένη, γεμίζοντας κάθε σταγόνα του με τρυφερά συναισθήματα.
Ένα απόγευμα που η Ποσειδάλια πλατσούριζε τα πόδια της στην όχθη του, είπε χαμηλόφωνα:
- Αύριο είναι η δική μου τελετή μύησης. Ξέρεις, τότε που οι Ναϊάδες πρέπει να διαλέξουν τη φυσική πηγή που θα προστατεύουν… και σκέφτηκα να πω εσένα.
- Αλήθεια; ρώτησε ο Αγαλληνός, και χαρούμενος άρχισε να την πιτσιλάει με τα νερά του.
Και κει, μέσα στα πιτσιλίσματα και τα χαχανητά, η Ποσειδάλια του υποσχέθηκε ότι θα τον προστατεύει πάντα.
Τη νύχτα της τελετής, οι Ναϊάδες βάδιζαν ρυθμικά ανάμεσα σε δάδες αναμμένες από φεγγαρίσιο φως, προς το ιερό ξόανο, όταν ξαφνικά ο τόπος σείστηκε. Ψηλά, εμφανίστηκε ένα χρυσό άρμα που το έσερναν κέλητες. Ο Ποσειδώνας, γιατί δικό του ήταν το άρμα, πήδηξε με πάταγο στη γη και με μια δρασκελιά βρέθηκε μπροστά στην Ποσειδάλια.
- Όμορφη κόρη, πρέπει τώρα να με ακολουθήσεις, είπε με βροντερή φωνή.
Το κορίτσι - που για πρώτη φορά αντίκριζε από κοντά τον πατέρα της - κατάλαβε τη δύσκολη θέση του και χάρηκε. Οι φήμες έλεγαν ότι οι θεοί τον κορόιδευαν γιατί τα περισσότερα παιδιά του ήταν τέρατα με τρομακτική και αλλοπρόσαλλη όψη, και αυτός, εκνευρίστηκε τόσο, που βάλθηκε να μαζέψει στο παλάτι του μόνο εκείνα που θα βελτίωναν την πατρική του εικόνα.
Τον κοίταξε κατάματα και, με συστολή, ψέλλισε:
-Δεν μπορώ. Έχω υποσχεθεί να προστατεύω ένα ποτάμι.
Ο Ποσειδώνας αιφνιδιάστηκε. Κατακόκκινος από θυμό, σήκωσε την τρίαινα στον αέρα ουρλιάζοντας:
- Ποιο είναι αυτό το χαμοπόταμο;
Ξάφνου, ένα ολόκληρο ποτάμι νερού, που μέχρι τότε κυλούσε αργά, αποκολλήθηκε από το μέρος που έρεε, διαπέρασε με ορμή το κεφάλι της Ποσειδάλιας και εγκλωβίστηκε σε μια τόση δα ασημένια καρδιά, που παλλόταν ασθενικά δίπλα από τη δική της.
Η Ποσειδάλια, νιώθοντας τον Αγαλληνό φυλακισμένο μέσα της, εξοργίστηκε, φούσκωσε και μεταμορφώθηκε σε ορμητικό υδάτινο ρεύμα που τύλιξε στοργικά τη μικρή καρδιά, παρασύροντάς την μακριά. Και αφού είχε διανύσει μεγάλη απόσταση, λίγο πριν χυθεί στο πέλαγος, ακινητοποιήθηκε στις αμμοθίνες.
Εκεί, η καρδιά άνοιξε και από μέσα της ξεπήδησε το ποταμίσιο νερό, που -λεύτερο πια- απλώθηκε πάνω στα αλμυρολίβαδα και τα ξεδίψασε. Αμέσως, αμέτρητες δροσόσταλες σκίρτησαν και άρχισαν να στάζουν παλλόμενες ανάσες στο λασπωμένο τόπο, ώσπου αναδύθηκε γυμνή και εκθαμβωτική μια νέα Νύμφη, η Λιμνοθάλασσα Αγαλληνή.
Η Ποσειδάλια, που είχε πάρει ξανά την αρχική της μορφή, την κοίταξε μαγεμένη. Ένιωσε λες και αντίκριζε τη μητέρα της - όμορφη, διάφανη, γαλήνια, ζωντανεμένη από την καρδιά του Αγαλληνού - να της χαμογελά, όταν στο κεφάλι της αντήχησε η φωνή του Ποσειδώνα:
- Μα, είσαι κόρη μου!
Και ταράχτηκε.
Συνειδητοποιώντας τότε ότι ήταν αδύνατον να ξεφύγει από το κυνηγητό του πατέρα της, χωρίς να κινδυνέψει κανένας, η μικρή Ναϊάδα, με μια χαριτωμένη κίνηση, υποκλίθηκε στη Λιμνοθάλασσα Αγαλληνή και έφυγε για το Ωκεάνιο Παλάτι, μουρμουρίζοντας:
- Θα του δείξω εγώ!
Και πράγματι, του έδειξε. Γιατί, όπως λένε, φύσηξε στον ορίζοντα το ξόρκι της λήθης, κι ο περίλαμπρος θεός της θάλασσας ξεχάστηκε· και μαζί του, ξεχάστηκαν όλοι οι Ολύμπιοι θεοί. Ακόμη και η μικρή Ποσειδάλια».
Η Ποταμόη σταμάτησε να μιλά. Έβαλε το χέρι της κάτω από κρύο νερό που ανάβλυζε από την πηγή και μουρμούρισε: «Όμως, το νιώθω, το νερό ακόμα τους θυμάται…».
Οι Νύμφες την κοίταξαν αμήχανες και μία από αυτές είπε πως όλα αυτά είναι αλήθεια και τα γνωρίζει -γιατί η ψυχή της τα θυμόταν, πολύ πριν γεννηθεί.
Μια μικρή καρδιά
✍️ Ιστορία · © Poppy Angeli
🎨 Poseidalia / Unbalance
Acrylic Painting · © Calliang
#Calliang #Calliang_calling