Το απρόβλεπτο των υψηλών θερμοκρασιών
13 Ιουλίου 2024
Είναι νόμιμη η μαριχουάνα στη Γερμανία;
07 Απριλίου 2024
«Οδηγός» για τις Ευρωπαϊκές Εκλογές 2024
13 Μαρτίου 2024
Η πρώτη έκθεση της ΕΕ για το κλίμα: Η προσπάθεια μετράει(;)
07 Φεβρουαρίου 2024
Ο Αγαλιανός, ένας τόπος εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς, χτίστηκε στους πρόποδες του όρους Παναιτωλικού για να ατενίζει τον μοναδικό πραγματικό ποταμό του Παλαιού Κόσμου, τον «γιο του Ουρανού και της Γης»: τον Αχελώο, και από το 1965 και έπειτα, ένα μεγάλο ανθρωπογενές έργο: την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς όταν φτάνει στον Αγαλιανό, είναι το εξαιρετικό από άποψη οικολογικής αξίας φυσικό περιβάλλον.
Η προσεκτικότερη παρατήρηση όμως, αποκαλύπτει διάσπαρτα μεμονωμένα λίθινα κτίσματα κατοικίας, «πέτρες ιστορικής μνήμης» μιας λαϊκής αρχιτεκτονικής που διατηρήθηκε για πολλά χρόνια στα απομονωμένα βουνά.
Αυτές οι παραδοσιακές αγροικίες προσδιορίζουν την καθημερινότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας που ταυτίστηκε με τα κυρίαρχα δεδομένα της φύσης προκειμένου να επιβιώσει, ενώ ταυτόχρονα συνιστούν στοιχεία πολιτισμού και ζωτικής έκφρασης των Αγαλιανιωτών και ως εκ τούτου, δίκαια μπορούν να θεωρηθούν αναπόσπαστο κομμάτι της Τοπικής και γενικότερα της Αιτωλοακαρνανικής Τέχνης.
Ο Αγαλιανός ή Αγαληνός βρίσκεται σε υψόμετρο 420μ. και αποτελεί το τελευταίο χωριό του Ν. Αιτωλ/νιας προς την Ευρυτανία. Το όνομά του προέρχεται από τον παραπόταμο του Αχελώου, Αγαλιανό που διέρχεται νότια του ομώνυμου χωρίου και χυνόταν στον Μέγδοβα. Σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία του ποταμού σχετίζεται με το όνομα ενός Βυζαντινού Αξιωματούχου, τον Αγαλληνόν ή Αγαλλιανόν. Το πιο πιθανό όμως είναι η ονομασία του να προήλθε από τους κατοίκους, κατ’ ευφημισμό του αγαλιανός= αργοκίνητος, σιγανός.
Ιστορικά, η ευρύτερη περιοχή καταγράφεται για πρώτη φορά από τον Διόδωρο ο οποίος αναφέρει τον Μακεδόνα Βασιλιά Κάσσανδρο που έφτασε «εις Αιτωλίαν και καταστρατοπεδεύσαντο περί τον Καμπύλο ποταμόν». Καμπύλος ή Μέγδοβας ήταν ο κυριότερος παραπόταμος του Αχελώου. Λόγω της ελικοειδούς μορφής του, σχημάτιζε πολλές καμπύλες και έτσι τα χωριά που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτόν ονομάστηκαν Παρακαμπύλια.
Κατά την αρχαιότητα, φαίνεται ότι η περιοχή κατοικήθηκε από ορεινές Τοπικές Φυλές του Έθνους των Αιτωλών.
Με δεδομένο ότι η τοπική φυλή των Αγραέων ή των Αγραίων εκτείνονταν προς Βορρά μέχρι τον παραπόταμο Ζέρβα ή πιθανά μέχρι τη θέση «Χάνι του Τσάκλα», εκτιμάται ότι στην περιοχή επικρατούσαν τα άγνωστα φύλα των Αρυσάων ή Νωμεναίων που ενδεχομένως αποτελούν τους πρώτους κατοίκους της ορεινής περιοχής των Παρακαμπυλίων.
Ο Ε. Μαστροκώστας, σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Εις την Β. Αιτωλίαν, παρά τον οικισμόν Χάνι του Τσάκλα, σε πολύ μικρή απόσταση από την οδό Αγρινίου- Αγίου Βλασίου, επί ευμεγέθους αμετακίνητου αμμόλιθου (υψ.1.77, μηκ.1.80, παχ. ελαχ.0,45μ.) αναγράφεται: Τέρμων--/ Άρυσάων/ Νωμεναίων
Η επιγραφή είναι του 4ου π.Χ. αιώνα. Τα ονόματα των αιτωλικών αυτών εθνών ή φυλών είναι άγνωστα.»
Ο αρχαιολόγος Νεραντζής Ι., επισημαίνει ότι η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι κοντά στη θέση «Χάνι του Τσάκλα» σώζονται ερείπια πύργου που είναι γνωστός με το όνομα «Κωλόπυργος» (Κουλόπυργος ή και Παλιόπυργος) δηλαδή, πύργος εις το κώλον= το σύνορο, το τελευταίο σημείο. Θεωρεί λοιπόν, ότι από αυτό το σημείο σταματούσε η επικράτεια των Αγραίων και την πέρα από κει βόρεια περιοχή την συσχετίζει, επικαλούμενος και τον Ramsay, με την αρχαία Απεραντεία.
Στη νεότερη ιστορία, το οργανωτικό πλέγμα των ορεινών χωριών φαίνεται να δημιουργείται κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, που αναφέρεται ως περίοδος «ορεινού αποικισμού». Η ορεινή και δυσπρόσιτη αυτή περιοχή παρείχε στα άτομα την απαραίτητη ασφάλεια μακριά από τη βαριά φορολογία που επέβαλε ο Τούρκος δυνάστης. Η κτηνοτροφία, η γεωργία, η υλοτομία και το άφθονο νερό αποτέλεσαν τις βάσεις δημιουργίας των οικισμών της.
Οι πρώτοι κάτοικοι, φαίνεται λοιπόν ότι ήταν κτηνοτρόφοι, που χρησιμοποιούν την περιοχή για τα χειμαδιά τους. Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και η ανασφάλεια, από την μια μεριά και η ύπαρξη πλούσιας δασώδους βλάστησης και άφθονου νερού, από την άλλη, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της μόνιμης εγκατάστασης.
Έτσι, πολλοί έρχονται από διάφορα μέρη, αλλά και από γειτονικές περιοχές επιλέγοντας την περιοχή ως καταφύγιο.
Τα χρόνια που ακολουθούν οι ορεινοί οικισμοί επεκτείνονται, οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία εντατικοποιούνται και η κοινωνικοπολιτική οργάνωση του χώρου σταθεροποιείται. Μετά την Επανάσταση και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους οι ορεινές αυτοδιοικήσεις οργανώνονται ξανά.
Οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έκαψαν και απογύμνωσαν τα περισσότερα χωριά της περιοχής και ο Εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε καινούριες δυσλειτουργίες και αναταράξεις.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, που δημιουργήθηκε με την κατασκευή του φράγματος στη συμβολή τριών ποταμών (Αχελώου, Αγραφιώτη και Μέγδοβα) και δύο μικρότερων (Καρπενησιώτη και Αγαλιανού) άλλαξε τη φυσιογνωμία της περιοχής. Κατά την πλήρωση της λίμνης εκδηλώθηκε μεγάλη σεισμική δραστηριότητα, που συνοδεύτηκε από εκτεταμένες κατολισθήσεις εδαφών, με αποτέλεσμα να γκρεμιστούν πολλά κτίσματα. Παράλληλα, η υδάτινη επιφάνεια της λίμνης περιόρισε σημαντικά το χώρο ανάπτυξης της γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας, αφού κάλυψε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων.
Την περίοδο αυτή παρατηρείται και η μεγαλύτερη διοχέτευση του πληθυσμού στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Ως αιτίες της «εξόδου» αναφέρονται ο «μετασχηματισμός» του φυσικού περιβάλλοντος που οδήγησε σε καταστροφή της αγροτικής οικονομίας και κατ’ επέκταση του αγροτικού κοινωνικού ιστού και επιπλέον οι αυξημένες ευκαιρίες εύρεσης εργασίας που παρουσιάζονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ο οικισμός
Ο Γ. Γαζής, στο λεξικό της Επανάστασης των Ελλήνων το 1847, διατυπώνοντας το λήμμα «τοποθεσίαι κατάλληλοι δια χώραν ή μικράν πόλιν», αναφέρει ότι «τα σπίτια πρέπει να είναι στον κατήφορον, ενώ οι εκκλησίες και τα σχολεία σε «ισάδιον», τα χωράφια να είναι προσηλιακά και η ποιότητα και ποσότητα του νερού κατάλληλες και επαρκείς». Η διατύπωση αυτή μοιάζει να ακολουθήθηκε πιστά κατά την ίδρυση του Αγαλιανού.
Το βασικό χαρακτηριστικό του οικισμού αποτελεί ο ορεινός και αγροτικός χαρακτήρας, που προσδιορίζει μια κοινωνία αυτοκατανάλωσης, στην οποία η τροφή και τα υλικά δόμησης εξασφαλίζονταν από τους φυσικούς πόρους της περιοχής.
Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η χωροθέτησή του εξαρτήθηκε από τα φυσικά διαθέσιμα που εξασφάλιζαν οι ορεινοί όγκοι του Παναιτωλικού Όρους, τα δάση, τα βοσκοτόπια και φυσικά τα τρεχούμενα νερά. Η εξάρτηση αυτή δημιούργησε έναν αυτάρκη κοινωνικό χώρο που προσαρμόστηκε ικανοποιητικά στο φυσικό περιβάλλον. Η συνολική του εικόνα, άλλωστε, μαρτυρεί τον αδιάκοπο αγώνα του ανθρώπου να προσαρμόσει τη ζωή και τις ανάγκες του, στις ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές και οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη περιοχή.
Ο Αγαλιανός, χτισμένος στην πλαγιά του βουνού, «ανοιχτός και ελεύθερος», ακολουθεί κατά κανόνα ένα γραμμικό τύπο ανάπτυξης, απλωμένος κατά μήκος ενός βασικού δρόμου. Οι δευτερεύοντες δρόμοι κλιμακωτοί, ελικοειδείς ή οφιοειδείς, συνήθως κάθετοι προς τις υψομετρικές καμπύλες, συνδέονται με το βασικό δρόμο.
Τα δέντρα, τα φυσικά εμπόδια, οι πεζούλες και οι συνθήκες κυκλοφορίας που επικρατούσαν κατά το παρελθόν, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της διάταξης των δρόμων και ρύθμιζαν το πλάτος τους προκαλώντας αδιάκοπες αυξομειώσεις. Έτσι, η διέλευση ενός ανθρώπου ή ενός ζώου διαμόρφωσαν μικρού πλάτους δρόμους. Αντίθετα, οι διασταυρώσεις περισσότερων ανθρώπων και ζώων προκαλούσαν ανάλογα την αύξηση του πλάτους, ώστε να διευκολύνεται η κυκλοφορία.
Οι δημόσιοι υπαίθριοι χώροι περιορίζονται στον κεντρικό, στους δευτερεύοντες δρόμους και στα πλατώματα, ενώ οι πλατείες είναι ανύπαρκτες. Ενδεχομένως, το πλούσιο φυσικό περιβάλλον και η ασυνεχής δόμηση δεν δημιούργησε την ανάγκη κατασκευής τεχνητών υπαίθριων χώρων, αφού οι απέραντοι και πλούσιοι φυσικοί αναπλήρωναν την ανάγκη διαμόρφωσης των πρώτων.
Επίσης, η έλλειψη πλατειών μπορεί να οφείλεται στην οικονομική δυσχέρεια που χαρακτήριζε την περιοχή, στα πλαίσια της οποίας η δημιουργία τους, τοποθετούνταν εκτός του φάσματος προτεραιοτήτων των κατοίκων. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι στον οικισμό δεν παρατηρούνται λιθοστρωμένοι και φροντισμένοι δρόμοι, όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ενώ δεν υπάρχουν ειδικές χρήσεις πέρα από την εκκλησία και το σχολείο.
Το έδαφος φαίνεται ότι καθορίζει τη διάταξη των κατοικιών που προσαρμόζονται κάθετα προς την κλίση. Με αυτό τον τρόπο, άλλωστε, αποφεύγεται η ανάπτυξή τους πάνω στην περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη.
Τα σπίτια χτίζονται σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε η κάθε οικογένεια να ορίζει την περιουσία της. Έτσι, δημιουργούνται χαρακτηριστικές ομάδες σπιτιών ως ξεχωριστές γειτονιές που παίρνουν το όνομα της μεγάλης οικογένειας, π.χ. Τσουτσουρέικα, Δημέικα, Καρτσακαλέικα, κ.α
Δεν υπάρχουν κτίσματα μνημειακού χαρακτήρα ή αρχοντικά, αλλά λιτές κατοικίες προσαρμοσμένες στη φύση, τον τόπο και την αγροτική ζωή των ανθρώπων, που ακολουθούν την ίδια ογκοπλαστική τυπολογία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την οικονομική και πολιτιστική «αδυναμία» του πληθυσμού αλλά και την ύπαρξη κοινωνικής ισότητας.
Στα υψώματα υπάρχουν εκτεταμένα βοσκοτόπια, ενώ οι καλλιεργημένες εκτάσεις τοποθετούνται στις πεζούλες, όταν προορίζονταν για οικογενειακή κατανάλωση και στις παραποτάμιες εύφορες περιοχές, όταν προορίζονταν για πώληση. Υπήρχε συχνή μετακίνηση των κατοίκων από τον έναν οικισμό στον άλλο. Για παράδειγμα κάτοικοι των Σιδήρων οδηγούσαν τα ζώα τους στα βοσκοτόπια του Αγαλιανού, ενώ οι Αγαλιανώτες καλλιεργούσαν χωράφια που βρίσκονταν στην περιοχή των Σιδήρων.
Οι κατοικίες είναι ανατολικά προσανατολισμένες, μέσα στη βλάστηση, με θέα προς το ποτάμι και την απέναντι απ’ αυτό πλαγιά. Η διάταξη αυτή δείχνει να ικανοποιεί την πρόσβαση στο ποτάμι το οποίο οι κάτοικοι εκμεταλλευόταν αλιευτικά με το ψάρεμα πέστροφας. Παράλληλα, επιτυγχάνονταν και ο έλεγχος της πλαγιάς που αποτελούσε ένα εκτεταμένο βοσκότοπο, καθώς εκεί βρισκόταν και αναπτυσσόταν η πλειονότητα του ζωικού κεφαλαίου (αιγοπρόβατα και αγελάδες) του χωριού.
Η πρόσβαση στον χώρο πραγματοποιούνταν με αυτοσχέδιες βάρκες ή με μια εναέρια κατασκευή: το «καρέλι». Το «καρέλι» αποτελούταν από συρματόσκοινο πάνω στο οποίο προσαρμοζόταν ένα καλάθι που μετακινούταν από την μία όχθη του ποταμού στην άλλη με τη βοήθεια τροχαλίας. Με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να μεταφερθούν δύο ή τρία άτομα.
Ο οικισμός κατοικούταν κυρίως από αγρότες που έχτιζαν τα σπίτια τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγροτικής ενασχόλησης και τους περιορισμούς που έθετε το ίδιο το περιβάλλον. Από το διαθέσιμο υλικό, προκύπτει ότι οι τύποι των παραδοσιακών σπιτιών του Αγαλιανού είναι ταυτόσημοι με τους τύπους που συναντώνται στην υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία. Ο Παπαϊωάννου Κ., εξηγεί το γεγονός με βάση το ότι η περιοχή αποτελούσε τμήμα της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία με τη σειρά της «αποτελούσε τμήμα μιας ευρύτερης γεωγραφικής και εθνολογικής ενότητας, μέσα στην οποία υπήρχαν κατά τόπους άμεσες πολιτιστικές συγγένειες, στη βάση ενός σχεδόν ενιαίου αγροτικού πολιτισμού και μιας περίπου κοινής ιστορικής μοίρας». Επίσης, ο ίδιος τονίζει ότι «οι φορείς της αρχιτεκτονικής σε όλο αυτό το χώρο, ήταν τα μετακινούμενα συνεργεία μαστόρων, κυρίως Ηπειρωτών, που διέδιδαν ένα κοινό αρχιτεκτονικό ύφος».
Κατ’ αυτή την έννοια, οι μέθοδοι κατασκευής ενός τυπικού αγροτικού σπιτιού ήταν αντιπροσωπευτικές της οικοδομικής τέχνης που επικρατούσε κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, στις περισσότερες περιοχές της νότιας Βαλκανικής. Χαρακτηρίζουν δηλαδή, «μια τέχνη εμπειρική και επαρχιακή που δεν επηρεάστηκε από την τεχνική και καλλιτεχνική ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων του 18ου και 19ου αιώνα» .
Η κατοικία
Το παραδοσιακό Αγαλιανώτικο σπίτι είναι ο τύπος του γνωστού «ανωγοκάτωγου» με ορθογώνια κάτοψη. Ελεύθερο από όλες τις πλευρές και χτισμένο σε επικλινή εδάφη. Από την πάνω πλευρά της εδαφικής κλίσης φαίνεται ισόγειο.
Η είσοδος του σπιτιού «βλέπει» δυτικά προς το όρος Παναιτωλικό. Από την κάτω πλευρά το κτίριο είναι διώροφο και «βλέπει» ανατολικά προς το ποτάμι και την απέναντι πλαγιά (βοσκότοπος). Ο προσανατολισμός αυτός φαίνεται να δικαιολογείται και από την ανυπαρξία σκάλας που θα συνέδεε το ανώι με το κατώι. Η πρόσβαση στο κατώι επιτυγχάνεται μέσω κατηφορικού διαδρόμου στον αδιαμόρφωτο αύλειο χώρο. Με αυτό τον τρόπο η κατασκευή είναι φθηνότερη και αντικατοπτρίζει τις οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων. Στο κέντρο του οικισμού και όταν τα σπίτια βρίσκονται μπροστά στο δρόμο, το κατώι λειτουργεί και ως μαγαζί. Η κύρια κατοικία είναι το ανώι, το οποίο είναι σε ένα επίπεδο και χωρίζεται από το κατώι με ξύλινο πάτωμα. Στο κατώι πραγματοποιείται η αποθήκευση των αγαθών και ο σταβλισμός των ζώων (μαρτίνια) των οποίων τα προϊόντα χρησιμοποιούνται καθημερινά.
Το ανώι αποτελείται από 2 ή 3 δωμάτια που διαχωρίζονται μεταξύ τους με τσατμά. Υπάρχει ένα και σε μερικές περιπτώσεις δύο τζάκια που συνήθως φέρονται στον τοίχο της μικρότερης διάστασης. Η εσωτερική φούσκα στηρίζεται σε ξύλινα δοκάρια- προβόλους και χτιζόταν με πέτρα. Δίπλα από το τζάκι υπάρχουν εσοχές που μοιάζουν με παράθυρο (παραθύρες) και χρησιμοποιούνται ως ντουλάπια φύλαξης.
Το ανώι έχει περιμετρικά 7-8 παράθυρα, ώστε να εξασφαλίζεται φυσικός φωτισμός, αερισμός και θέα. Υπάρχουν δύο παράθυρα στη στενή πλευρά και στη μεγάλη πλευρά, συμμετρικά ανάμεσα σε δύο παράθυρα και στο κέντρο τοποθετείται η πόρτα εισόδου. Απέναντι από την είσοδο βρίσκεται η μπαλκονόπορτα που οδηγεί στον εξώστη (ξύλινο μπαλκόνι). Το τελευταίο χρησιμεύει και ως στέγαστρο της εισόδου του κατωγίου.
Ο αύλειος χώρος είναι περιορισμένος λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Η φυσική σκιά επιτυγχάνεται από μουριές (σκαμιές) και λεύκες που σκιάζουν το χώρο μπροστά από το κατώι. Πάνω από την κεντρική είσοδο αναπτύσσονται κληματαριές. Δίπλα από το σπίτι καλλιεργούνται σε αναβαθμίδες (πεζούλες) κηποκομικά είδη που καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας.
Η μικρή σε διαστάσεις αυλή αποτελεί έναν επιπλέον παραγωγικό χώρο στον οποίο ενσωματώνονται τα απαραίτητα βοηθητικά κτίσματα.
Ένα από αυτά είναι το μαγειριό. Αποτελεί ξεχωριστό ισόγειο κτίσμα μικρών διαστάσεων που βρίσκεται στην αυλή, για να περιορίζονται ο καπνός και οι δυσάρεστες οσμές της κουζίνας. Φέρεται ως εφαπτόμενο της κατοικίας ή απέχει μικρή απόσταση (1-2μ.) από αυτή, ανάλογα με το διαθέσιμο χώρο. Σε όλες τις περιπτώσεις η πρόσβαση γίνεται από ανεξάρτητη, εξωτερική πόρτα. Μέσα σε αυτό βρίσκεται υπερυψωμένο τζάκι( γωνιά) κάτω από το οποίο υπάρχει χώρος για να τοποθετείται η γάστρα (μεταλλικό σκεύος για ψήσιμο φαγητού). Σε μερικές κατοικίες δίπλα από το τζάκι υπάρχει φούρνος. Σε διάφορα σημεία του μαγειριού υπάρχουν εντοιχισμένες «παραθύρες» εντός των οποίων φυλάσσονται τα οικιακά αγαθά και χώρος για την τοποθέτηση της ξύλινης βαρέλας με το πόσιμο νερό.
Όπως προκύπτει από την τυπολογική ανάλυση της παραδοσιακής κατοικίας του Αγαλιανού, η μορφολογία της είναι απλούστατη και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός «προτύπου»- τυπικού σπιτιού, γεγονός που επισημαίνει την ύπαρξη αφενός, ενός κοινού τρόπου ζωής και αφετέρου, μιας κοινής κατασκευαστικής γνώσης. Η αναπαραγωγή αυτού του τυπικού σπιτιού, άλλωστε, εμπεριέχει και το χαρακτήρα του «παραδοσιακού», «ως το προερχόμενο από τη συνεργασία πολλών ανθρώπων στη διάρκεια πολλών γενεών, που λειτουργεί ως δεδομένο πρότυπο και αντιστέκεται στις αλλαγές» (Amos Rapoport, «Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και Πολιτιστικοί Παράγοντες», 1976, σελ. 19).
Με δεδομένο ότι για τους ορεινούς αγροτικούς οικισμούς της Αιτωλοακαρνανίας δεν υπάρχουν μελέτες, φωτογραφίες, αναφορές και γενικά ιστορικό υλικό που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να αντληθούν σημαντικά στοιχεία, αφενός για την εξέλιξή τους και αφετέρου για τον καθορισμό της μετέπειτα πορείας τους, η παραδοσιακή αγροικία αποτελεί ίσως ένα ξεχωριστό παραδοσιακό προϊόν «φυσικής» επιλογής για να αφουγκραστούμε την ιστορία τους. Έτσι, η ανάλυση της κατοικίας, η μορφή, η χρήση, τα όρια, η προσαρμογή της στο εδαφικό ανάγλυφο και στις κλιματολογικές συνθήκες του συγκεκριμένου τόπου, αποτελούν το «εργαλείο» βάσει του οποίου αναζητά κανείς πληροφορίες για τον τόπο και τους κατοίκους του.
Τέλος, αυτές οι πληροφορίες εκτός από το ρόλο που παίζουν στον επανασχεδιασμό μιας περιοχής, αποτελούν ταυτόχρονα το πολιτιστικό απόθεμα των ορεινών οικισμών, δηλαδή, αυτό που οι μελλοντικές γενιές θα αποκαλέσουν «ρίζες».