
Γυναικοκτονία: Tίποτα δεν θα Aλλάξει, αν δεν Aλλάξει Tίποτα
14 Νοεμβρίου 2024

Ανισότητες στην Ελλάδα
07 Νοεμβρίου 2024

Το απρόβλεπτο των υψηλών θερμοκρασιών
13 Ιουλίου 2024

Είναι νόμιμη η μαριχουάνα στη Γερμανία;
07 Απριλίου 2024
Seashore, Rachel Bleue
💙Ακολουθεί Ελληνική μετάφραση
It was one of those random, unplanned encounters. How long had it been since I’d seen him? Ten years? I think so, give or take. After the awkward “hello,” my first thought was that while I hadn’t seen him in a decade, those eyes, which I had longed for all this time—I had carried them within me. And now, on this sunny spring morning, there they were again.
We were different people. How could we not be? The storms and hardships we had endured had shaped our lives in different ways. But despite our differences, we always chose to meet at this same seashore. We had discussed it in the past and concluded that this place embodied our longing for life—without past, without future, only in the unspoken Now.
And so, in that Now, taking advantage of the unexpected coincidence of meeting in the same place we used to, we sat down at a café to talk. Time passed, yet we said nothing. We sat in silence, studying each other. He broke the silence when, at some point, he asked me, “What are you thinking?”
For a fleeting moment, I avoided answering, gazing instead at the spring hydrangeas on the windowsill across the street.
“Nothing important,” I replied.
One smile followed another, and the awkwardness of the moment was washed down with a glass of iced espresso.
“Why are you smiling?”, he asked.
“Because I find it funny. To meet after all these years and have nothing to say.”
“It wasn’t easy for me. There were times I wondered if you had died, and that was why you unexpectedly vanished.”
“In a way, you could say that. Maybe I did die and was reborn from my ashes.”
Silence again. A melancholic silence this time. I felt an emotional whirlwind reverberating through my entire body. How a domino of moments, an unexpected interdependence of chaotic events, led to this unique moment. Coincidence, synchronicity—what?
Strategically, I pondered the next words my lips would utter. Words of minor defense sprinkled with small lies that crafted my mask. I felt fear, insecurity, uncertainty—all those uncomfortable feelings—crowding inside me, throwing me off balance.
“I missed you. Where the hell were you?” he whispered.
“I was at the seashore, gazing at the endless sea,” I said playfully.
He smiled shyly. “So you were where I always went to find you. Then why didn’t I find you?” he wondered, touching my hand and noticing the tattoo of flowers.
My eyes fixed on his: “Under this tattoo lies blood, under the blood lies pain, and under the pain lies my seashore. That’s where I was all this time, but no matter how much I searched, I couldn’t find you either.”
💙Greek Translation
Ακρογιαλιά, Rachel Bleue
Ήταν μία από εκείνες τις τυχαίες, απρογραμμάτιστες συναντήσεις. Είχα να τον δω, πόσο; Δέκα χρόνια; Νομίζω τόσα, πάνω-κάτω. Μετά το αμήχανο «γεια», η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν ότι μπορεί να είχα να τον δω μια δεκαετία, μα κείνα τα μάτια, που τόσο καιρό λαχταρούσα, τα κουβαλούσα μέσα μου. Και να λοιπόν, που αυτό το ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό τα αντίκρισα ξανά.
Ήμασταν διαφορετικοί άνθρωποι. Πως θα μπορούσε, άλλωστε να ήμασταν ίδιοι; Οι φουρτούνες και οι κακοκαιρίες που διανύσαμε σμίλευσαν διαφορετικά τις ζωές μας. Αλλά, παρά τη διαφορετικότητά μας πάντοτε σε αυτό το ακρογιάλι επιλέγαμε και οι δύο να βρεθούμε. Το είχαμε συζητήσει παλιά και είχαμε καταλήξει ότι σε κείνο το μέρος εκφραζόταν η λαχτάρα μας για ζωή, δίχως παρελθόν, μήτε μέλλον, παρά μόνο στο ανείπωτο Τώρα.
Έτσι, σε κείνο το Τώρα, εκμεταλλευόμενοι την αναπάντεχη σύμπτωση να βρεθούμε στο ίδιο μέρος που συναντιόμασταν κάποτε, κάτσαμε σε ένα καφέ για να τα πούμε. Η ώρα περνούσε, μα εμείς δε λέγαμε τίποτα. Καθόμασταν σιωπηλοί και κοιτάζαμε διερευνητικά ο ένας τον άλλον. Τη σιωπή έσπασε αυτός, όταν κάποια στιγμή με ρώτησε: «Τι σκέφτεσαι;»
Φευγαλέα απέφυγα να απαντήσω κοιτάζοντας τις ανοιξιάτικες ορτανσίες στο απέναντι πρεβάζι.
«Τίποτα σημαντικό», αποκρίθηκα.
Το ένα χαμόγελο διαδέχτηκε το άλλο και την αμηχανία της στιγμής την κατάπιαμε μαζί με ένα ποτήρι παγωμένο espresso.
«Γιατί χαμογελάς;» ρώτησε.
«Γιατί μου φαίνεται αστείο. Να βρεθούμε μετά από τόσα χρόνια και να μην έχουμε κάτι να πούμε».
«Δεν ήταν εύκολο για μένα. Υπήρχαν φορές που αναρωτιόμουν μήπως είχες πεθάνει και γι' αυτό εξαφανίστηκες ξαφνικά».
«Κατά κάποιον τρόπο, μπορείς να το πεις και αυτό. Ίσως να είχα πεθάνει και να ξαναγεννήθηκα από τις στάχτες μου».
Και πάλι σιωπή. Μια μελαγχολική σιωπή, αυτή τη φορά. Αισθάνθηκα ένα συναισθηματικό κυκεώνα που αντιλαλούσε αλλεπάλληλα σε όλο μου το κορμί. Πώς ένα ντόμινο στιγμών, μία απρόσμενη αλληλεξάρτηση χαοτικών συμβάντων οδήγησαν σε τούτη τη μοναδική στιγμή; Σύμπτωση, συγχρονικότητα, τι;
Στρατηγικά αναλογιζόμουν τις επόμενες λέξεις που θα έκφεραν τα χείλη μου. Λέξεις μικροάμυνας πασπαλισμένες με μικρά ψέματα που πλάθανε τη μάσκα μου. Ένιωθα το φόβο, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, όλα εκείνα τα άβολα συναισθήματα, να στριμώχνονται μέσα μου και αποσυντονιζόμουν.
«Μου έλειψες. Που στα κομμάτια ήσουν;» ψιθύρισε.
«Ήμουν στην ακρογιαλιά και αγνάντευα την απέραντη θάλασσα», είπα χαριτωμένα.
Χαμογέλασε συνεσταλμένα. «Ήσουν δηλαδή, εκεί που πήγαινα πάντα για να σε βρω. Τότε, γιατί δεν σε βρήκα;» αναρωτήθηκε και μου άγγιξε το χέρι παρατηρώντας το τατουάζ με τα λουλούδια.
Τα μάτια μου τον κοίταξαν επίμονα: «Κάτω από αυτό το τατουάζ κρύβεται αίμα, κάτω από το αίμα κρύβεται οδύνη και κάτω από την οδύνη, κρύβεται η ακρογιαλιά μου. Εκεί ήμουν όλο αυτό το διάστημα, μα όσο και αν έψαξα, ούτε εγώ σε βρήκα».
Μετάφραση & Φωτό- ΜΟΝΟΝΕΑ 🌺