Το απρόβλεπτο των υψηλών θερμοκρασιών
13 Ιουλίου 2024
Είναι νόμιμη η μαριχουάνα στη Γερμανία;
07 Απριλίου 2024
«Οδηγός» για τις Ευρωπαϊκές Εκλογές 2024
13 Μαρτίου 2024
Η πρώτη έκθεση της ΕΕ για το κλίμα: Η προσπάθεια μετράει(;)
07 Φεβρουαρίου 2024
Γράφει η Πόπη Αγγελή (Poppy Angeli)
Οι ετικέτες ποιότητας ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) και ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη) καθιερώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την προστασία των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, των οποίων τα ποιοτικά χαρακτηριστικά εξαρτώνται ουσιαστικά ή αποκλειστικά από το γεωγραφικό περιβάλλον στο οποίο παράγονται.
Oι Γεωγραφικές Ενδείξεις (ΓΕ) θεωρούνται πλέον, ως ένα σημαντικό εργαλείο πολιτικής, που μπορεί να δώσει στους παραγωγούς ευκαιρίες να μεταβούν από την απλή, στην υψηλής αξίας παραγωγή τροφίμων και ποτών, τα οποία προορίζονται για μια διαφοροποιημένη και εξειδικευμένη αγορά. Υπό αυτή την έννοια, μπορούν έτσι, να προσθέσουν αξία στα τοπικά συστήματα παραγωγής και να βοηθήσουν τους παραγωγούς να αποκτήσουν αναγνώριση στις αγορές, συμπεριλαμβανομένων, σε πολλές περιπτώσεις, των αγορών premium.
Ειδικά στην Ελλάδα, η συνολική αξία πωλήσεων των Ελληνικών προϊόντων με Γεωγραφική Ένδειξη για το 2017, ήταν 1,17 δισ. ευρώ. Ο αριθμός των προστατευόμενων προϊόντων που καταχωρήθηκαν ήταν 267 (έναντι 252 το 2010), με κύρια κατηγορία τα ΠΟΠ γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, που αποτελούσαν το 77% του συνόλου. Οι οίνοι (ΠΟΠ και ΠΓΕ) αντιπροσώπευαν το 18% του συνόλου, τα αλκοολούχα ποτά 3% και τα τρόφιμα ΠΓΕ 2%.
Το μερίδιο αγοράς της Ελλάδας στη συνολική αγορά Γεωγραφικών Ενδείξεων της ΕΕ αντιπροσώπευε το 1,5 % το 2017, έναντι του 1,9 % το 2010. Αυτή η σχετική μείωση που παρουσιάστηκε σε διάστημα επτά ετών, αποδόθηκε στην ταχύτερη ανάπτυξη των συγκεκριμένων συστημάτων ποιότητας σε άλλα κράτη- μέλη.
Είναι γνωστό ότι οι Γεωγραφικές Ενδείξεις (ΓΕ), δηλαδή τα ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα, κατοχυρώνουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που συνδέεται νομικά με μια συγκεκριμένη, σαφώς καθορισμένη, γεωγραφική τοποθεσία, το λεγόμενο terroir.
Το terroir, αφενός, σχετίζεται με τις αλληλεπιδράσεις του εδάφους, της υγρασίας, της θερμοκρασίας, του ηλιακού φωτός και άλλων φυσικών παραγόντων που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή και προσδίδουν ιδιαίτερες ιδιότητες σε ένα προϊόν διατροφής και αφετέρου, σύμφωνα με τους Berard et al. (2005), με τους κατοίκους, τις ιστορίες τους, τις κοινωνικές οργανώσεις, τις δραστηριότητές τους και το σημαντικότερο, τις γεωργικές πρακτικές τους.
Να επισημανθεί ότι ένα προϊόν ΠΟΠ προϋποθέτει ότι αυτό πρέπει να παράγεται ΚΑΙ να υποβάλλεται σε επεξεργασία στην καθορισμένη γεωγραφική περιοχή, με τη χρήση αναγνωρισμένης τεχνογνωσίας. Αντίθετα, ένα προϊόν ΠΓΕ δεν είναι έχει τόσο αυστηρές απαιτήσεις, όπως τα ΠΟΠ, καθώς προφανώς δίνεται έμφαση στη σχέση μεταξύ μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής και της ονομασίας του προϊόντος, αλλά μπορεί μόνο μια συγκεκριμένη ιδιότητα, η φήμη ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στη γεωγραφική του καταγωγή.
Επειδή λοιπόν, η έννοια του terroir είναι κομβικής σημασίας για την κατοχύρωση προϊόντων Γεωγραφικών Ενδείξεων, όλοι οι παραπάνω συσχετισμοί και αλληλεπιδράσεις εγείρουν ερωτήματα για το πως η αντίληψη περί του terroir και η ισχύουσα νομοθεσία που υποστηρίζει την ιδιαιτερότητα των Γεωγραφικών Ενδείξεων θα εξελιχθούν στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.
Ποιες είναι οι πιθανές δυσκολίες που μπορεί να προκαλέσει η κλιματική αλλαγή για όσους διαθέτουν τα νόμιμα δικαιώματα σε ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντα; Μπορεί η κλιματική αλλαγή να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο το terroir καθορίζει την ιδιαιτερότητά τους, και αν ναι, τι αντίκτυπο θα έχει στην πιστοποίησή τους και τη θέση τους στην αγορά;
Με το συγκεκριμένο ερώτημα καταπιάνεται μια ενδιαφέρουσα δημοσίευση των Clark, L., & Kerr, W. (2017), με τίτλο “Κλιματική αλλαγή και terroir: Η πρόκληση της προσαρμογής των γεωγραφικών ενδείξεων”, η οποία ερευνά αν η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τις τοπικές συνθήκες με τρόπους, που απαιτούν την προσαρμογή των μεθόδων καλλιέργειας ή μια αλλαγή τοποθεσίας, που ενδέχεται να αντιβαίνει στη νομική βάση των Γεωγραφικών Ενδείξεων που βασίζονται στο terroir.
Ας επικεντρωθούμε στον τομέα του ελαιολάδου, καθώς τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα Γεωγραφικών Ενδείξεων εξαρτώνται άμεσα από το terroir και βρίσκονται, ως επί το πλείστον, σε περιοχές όπου η κλιματική αλλαγή αναμένεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις.
Σήμερα, στην Ευρώπη, υπάρχουν συνολικά 159 εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα ΠΟΠ και ΠΓΕ, που κατανέμονται κυρίως μεταξύ των βασικών ελαιοπαραγωγικών χωρών, δηλαδή της Ιταλίας (55), της Ισπανίας (35) και της Ελλάδας (33).
ΕΔΩ μπορείτε να δείτε ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΠΟΠ/ΠΓΕ εξαιρετικά παρθένων ελαιόλαδων. Επισημαίνεται ότι ο κατάλογος των προϊόντων ενημερώνεται συνεχώς.
Οι διαφορές μεταξύ των εξαιρετικά παρθένων ελαιόλαδων που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και γεωγραφικές περιοχές σχετίζονται με την ποικιλία των ελαιόδεντρων, το έδαφος, το κλίμα, τις καλλιεργητικές πρακτικές, καθώς και τις διαδικασίες σύνθλιψης και παραγωγής, τις συνθήκες αποθήκευσης κ.λπ.
Από τους φυσικούς παράγοντες, το κλίμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο για όσα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα έχουν πιστοποιηθεί ως ΠΟΠ/ΠΓΕ και δικαίως η κλιματική αλλαγή δημιουργεί ανησυχία και προβληματισμό, καθώς αφού σε συγκεκριμένες περιοχές η παραγωγή ελαιολάδου ΠΟΠ/ΠΓΕ βασίζεται στο terroir, ενδέχεται οι ελαιοπαραγωγοί που δραστηριοποιούνται σε αυτές να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν επαρκώς τις επιπτώσεις της, με αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας του παραγόμενου ελαιολάδου. Επιπλέον, στο ζήτημα των μειωμένων ποσοτήτων προστίθενται και οι αυξήσεις στο κόστος καλλιέργειας.
Εκφράζονται έτσι, φόβοι ότι ο συνδυασμός της μειωμένης απόδοσης και του αυξημένου κόστους, ίσως περιορίσει στην πράξη τη χρήση βιώσιμων τοπικών μεθόδων καλλιέργειας, ακυρώνοντας έτσι, το όφελος από την ύπαρξη αναγνωρισμένων Γεωγραφικών Ενδείξεων, αφού η οποιαδήποτε αλλαγή στην καλλιεργητική διαδικασία μπορεί να μεταβάλλει την ποιότητα ή την αντίληψη της ποιότητας ή ακόμα και να προσθέσει κόστος και χρόνο στην παραγωγή.
Επειδή, οι περισσότερες Γεωγραφικές Ενδείξεις αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία μιας ομάδας παραγωγών, οι διαφοροποιημένες επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στις μεμονωμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις είναι πιθανόν να φέρουν στην επιφάνεια και τη “δυναμική” της ομάδας. Έτσι, οι αγρότες των οποίων τα εισοδήματα επηρεάζονται αρνητικά σε μεγαλύτερο βαθμό από την κλιματική αλλαγή, ίσως να διακινδυνεύσουν μια αλλαγή στην ποιότητα του προϊόντος τους, ενώ κάποιοι άλλοι που επηρεάζονται λιγότερο, θα αντιδράσουν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Όμως, παρά τις ανησυχητικές προβλέψεις που ενδέχεται να προκαλέσει η κλιματική αλλαγή στο terroir και κατ’ επέκταση στα ΠΟΠ/ΠΓΕ ελαιόλαδα, υπάρχουν και αισιόδοξα μηνύματα. Συγκεκριμένα, οι Hinojosa-Rodriguez et al. (2014), σε μελέτη για τα ΠΟΠ προϊόντα στην Ισπανία, διαπίστωσαν όχι μόνο ότι τα ΠΟΠ ελαιόλαδα διαθέτουν καλύτερη ποιότητα, αλλά επιπρόσθετα συμβάλλουν θετικά στην πράσινη, βιώσιμη βελτίωση των γεωργικών πρακτικών στους ελαιώνες από τους οποίους παράγονται.
Αν και, όπως υποστηρίζεται, τέτοιου είδους ακολουθούμενες αειφορικές πρακτικές ενδέχεται να μην είναι αρκετές για την επαρκή αντιμετώπιση της αύξησης της θερμοκρασίας και των αλλαγών στις βροχοπτώσεις, εντούτοις, η στροφή προς αυτές φαίνεται ότι αποτελούν μονόδρομο, καθώς συμβάλλουν στην υγεία του εδάφους, χωρίς να μεταβάλλουν δραστικά τις σχετικές διαδικασίες αναγνώρισης Γεωγραφικών Ενδείξεων σε εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι ελαιοκαλλιεργητές στην Ανδαλουσία, στη Νότια Ισπανία, εφαρμόζουν καλλιεργητικές τεχνικές διατήρησης του εδάφους μεταξύ των οποίων της παύσης καύσης των υπολειμμάτων της ελιάς, του τεμαχισμού των υπολειμμάτων του κλαδέματος, για να χρησιμοποιηθούν ως αδρανές υλικό εδαφικής κάλυψης και του εμπλουτισμού του εδάφους με καλλιέργειες κάλυψης και χλωρές λιπάνσεις. Αυτές οι αλλαγές στις πρακτικές συμβάλλουν στην προσαρμογή της ελαιοκαλλιέργειας σε υψηλότερες θερμοκρασίες, ώστε αφενός να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της και αφετέρου να διατηρείται η προστιθέμενη αξία του ελαιολάδου ΠΟΠ/ΠΓΕ.
Σαφώς και η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στο terroir των ΠΟΠ/ΠΓΕ ελαιολάδων δεν αφορά όλη την Ελλάδα, καθώς δεν διαθέτουν όλες οι περιοχές της χώρας ελαιόλαδα με Γεωγραφική Ένδειξη.
Για παράδειγμα, στη Δυτική Ελλάδα καταγράφεται στη σχετική βάση, μόνο ένα, το ελαιόλαδο Ολυμπία-ΠΓΕ στην Ηλεία, όπου σύμφωνα με τις προδιαγραφές του, η παραγωγή του προϊόντος απαιτεί ποσοστά συμμετοχής δύο ποικιλιών και συγκεκριμένα, 90% κορωνέικης και 10% κολλυρέικης.
Δείτε τις προδιαγραφές ΠΓΕ Ολυμπία ΕΔΩ
Ύστερα όμως, από τις πυρκαγιές που έπληξαν την περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, εγείρονται αμφιβολίες για την ποσότητα του ΠΓΕ ελαιόλαδου Ολυμπία, που μπορεί να παραχθεί, καθώς δεν φαίνεται η έκταση που καταλαμβάνει η κολλυρέικη ποικιλία σήμερα, να δίνει επαρκείς ποσότητες, σε τέτοιο βαθμό που να καλύπτεται η υποχρεωτική συμμετοχή της, ζήτημα βέβαια, που ίσως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την υποβολή σχετικού αιτήματος τροποποίησης.
Παρά ταύτα, στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, παράγεται εξαιρετικής ποιότητας παρθένο ελαιόλαδο, ακόμα και αν δεν φέρει πιστοποίηση Γεωγραφικών Ενδείξεων, η ποιότητα του οποίου σαφώς και εξαρτάται από τις επικρατούσες εδαφοκλιματικές συνθήκες και προφανώς το terroir. Οι παραπάνω λοιπόν, καλλιεργητικές τεχνικές διατήρησης του εδάφους προτείνονται για όλους αυτούς τους ελαιώνες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους και επιπλέον, η αξία του ελαιολάδου που παράγεται.
Και ως εδώ, καλά. Εκείνο που φαίνεται επίσης να προβληματίζει τον κλάδο, είναι η σήμανση του ελαιολάδου στο Nutri score, στην κλίμακα του οποίου το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο βρίσκεται στο "Κίτρινο C" και μετά από πολλές πιέσεις θα μετακινηθεί στο "Ανοιχτό-Πράσινο Β" με την τροποποίηση του χρησιμοποιούμενου αλγορίθμου. Λέγεται όμως, και ίσως είναι σημαντικό, ότι προτείνεται τα ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντα να εξαιρεθούν από το Nutriscore και αυτό είναι ένα σημείο που απαιτεί μέριμνα προετοιμασίας και δράσης, ώστε να μη ρισκάρουμε τη σήμανση των προϊόντων μας σε υποβαθμισμένη κατηγορία και κατ΄επέκταση την επιλογή τους από τους καταναλωτές.
ΠΗΓΕΣ